ἐπινέφελον

ἐπινέφελον
ἐπινέφελος
clouded
masc/fem acc sg
ἐπινέφελος
clouded
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • επινέφελος — ο (Α ἐπινέφελος, ον) νεοελλ. γένος ακανθοπτερύγιων ιχθύων, τού οποίου αντιπροσωπευτικό είδος είναι ο επινέφελος ο γίγας, κν. ροφός αρχ. 1. συννεφιασμένος, νεφελώδης 2. θολός («ἐπινέφελον oὖρov», Ιπποκρ.) 3. (για άνεμο) αυτός που συγκεντρώνει τα… …   Dictionary of Greek

  • σκιώδης — ες / σκιώδης, ῶδες, ΝΜΑ [σκιά] σκιερός νεοελλ. 1. μτφ. όμοιος με σκιά 2. συνεκδ. πολύ άτονος, σχεδόν ανύπαρκτος («σκιώδης αντίσταση») 3. φρ. «σκιώδης κυβέρνηση» ομάδα στελεχών την οποία συγκροτεί το κόμμα τής αξιωματικής αντιπολίτευσης,… …   Dictionary of Greek

  • ken-1 —     ken 1     English meaning: to press, pinch, etc..     Deutsche Übersetzung: as basis for extensions the meaning “zusamendrũcken, kneifen, zusamenknicken; Zusamengedrũcktes, Geballtes”     Note: Root ken 1 : “to press, pinch, etc.” derived… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”